Τετάρτη 4 Μαΐου 2022

Κάναχος ο Σικυώνιος

 Ο Κάναχος 

  Ήταν γλύπτης με καταγωγή από την Σικυώνα. Γνωστό έργο του αποτελεί ο ορειχάλκινος ανδριάντας του ολυμπιονίκη Βυκέλου του Σικυώνιου κατά τους 95ους (400 π.Χ.) ολυμπιακούς αγώνες της αρχαιότητας, καθώς και την συμμετοχή του στην κατασκευή συμπλέγματος γλυπτών στους Δελφούς το 404 π.Χ. κατά παραγγελία του Σπαρτιάτη στρατηγού Λύσανδρου. Παππούς του Κάναχου φέρεται να υπήρξε ο Κάναχος ο Πρεσβύτερος (6ος αιώνας π.Χ.) επίσης γλύπτης στο επάγγελμα.

 Αναφέρεται πως η ανθεκτικότητα και η ποιότητα κατασκευής των γλυπτών εξακολουθούσε να κάνει εντύπωση στους θεατές για αρκετό καιρό έπειτα. Άλλα έργα του υπήρξαν άγαλμα της Αφροδίτης, γλυπτά με παραστάσεις ιππέων, καθώς και ένα σύμπλεγμα γλυπτών

 Είναι γνωστός για τα 2 μεγάλου μεγέθους αγάλματα του Απόλλωνα που δημιούργησε, ένα ορειχάλκινο το οποίο δημιουργήθηκε για τον ναό των Διδύμων στην Μίλητο και το οποίο απεικονιζόταν μετέπειτα στα νομίσματα της Μιλήτου, και ένα από ξύλο κέδρου το οποίο βρισκόταν στην Θήβα.με απεικόνιση των Μουσών για το οποίο συνεργάστηκε με τους γλύπτες Αγελάδα και Αριστοκλέα.

Επιγένης

                                                           

                                Επιγένης

Με το όνομα Επιγένης είναι γνωστά τα κάτωθι ιστορικά πρόσωπα της αρχαιότητας: 

 

  • Επιγένης ο Σικυώνιος, ο πρώτος τραγικός ποιητής σύμφωνα με την Σούδα .
  • Επιγένης ο Αθηναίος, κωμικός ποιητής της μέσης κωμωδίας.
  • Επιγένης ο Κηφισιεύς, γιος του Αντιφώντος και μαθητής του Σωκράτους .
  • Επιγένης, γραμματικός και συγγραφέας μιας πραγματείας για την ορφική ποίηση.
  • Επιγένης ο Βυζάντιος, μαθηματικός και αστρολόγος .

 Επίσης:

  • Επιγένης (κρατήρας), σεληνιακός κρατήρας. Το όνομά του αναφέρεται στον αρχαίο αστρονόμο (αστρολόγο) Επιγένη τον Βυζάντιο.

 

Μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Επιγένης ήταν από τους πρωτοπόρους εκείνους ποιητές που τόλμησαν να εισαγάγουν στους διθυράμβους, που ψαλλόταν προς τιμήν του Διονύσου, μύθους και ιστορίες και για άλλα μυθολογικά πρόσωπα. Οι καινοτομίες αυτές σίγουρα δεν γινόταν θετικά δεκτές πάντοτε από το κοινό. Έτσι, σύμφωνα με την Σούδα,  όταν κάποτε παίχθηκε μια τραγωδία του Επιγένους αφιερωμένη στο θεό Διόνυσο, στην οποία όμως παρεμβάλλονταν μύθοι και για άλλους θεούς, "φωνάχτηκε" για πρώτη φορά από τους θεατές η φράση Οὐδὲν πρὸς τὸν Διόνυσον [Αυτό δεν έχει καμιά σχέση με τον Διόνυσο], που έμελλε να καταστεί παροιμιώδης και λεγόταν, όπως μας πληροφορεί ο παροιμιογράφος Ζηνόβιος, όταν κάποιος αγόρευε εκτός θέματος,.

Από το έργο του Επιγένους δεν διασώθηκε κανένα απόσπασμα. Παλαιότερα ορισμένοι τον είχαν ταυτίσει με τον συνονόματο του Επιγένη, τον ποιητή της μέσης κωμωδίας.       

  Επιγένης - Home | Facebook

Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

Άρατος ο Σικυώνιος

                                                                 Ο Άρατος ο Σικυώνιος 

 ήταν σημαντικός πολιτικός και στρατιωτικός της Σικυώνας. Αφότου εκθρόνισε τον τύραννο Νικοκλή από την πόλη το 251 π.Χ. και την ενέταξε στην ένωση της Αχαϊκής Συμπολιτείας, μετέπειτα αποτέλεσε τον στρατιωτικό ηγέτη της ένωσης την οποία εξέλιξε σε σημαντική δύναμη του ελληνικού χώρου. Εκλέχθηκε στρατηγός της συμπολιτείας πολλές φορές επί 3 δεκαετίες, καθοδηγώντας την στη σύγκρουση της με το ισχυρό Μακεδονικό βασίλειο του Αντίγονου Β´ Γονατά στον βορρά, αλλά και εναντίον των Λακεδαιμονίων του Κλεομένη Γ´, καθώς και των Αιτωλών. Μετά την βαριά ήττα που γνώρισε από τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι σχεδόν κατέστρεψαν την συμπολιτεία, στράφηκε για βοήθεια προς τον Αντίγονο Γ´ τον Δώσωνα της Μακεδονίας, με τον οποίο αργότερα ανέπτυξε θερμή φιλία. Μετά τον θάνατο του Αντίγονου το 222 π.Χ., ηγεμόνας της Μακεδονίας ανέλαβε ο Φίλιππος Ε´ με τον οποίο ο Άρατος αρχικά διατηρούσε καλές σχέσεις, οι οποίες αργότερα επιδεινώθηκαν σημαντικά, καθώς ο Φίλιππος αναμειγνυόταν όλο και περισσότερο στις υποθέσεις της Πελοποννήσου. Οι κύριες ιστορικές πηγές για τον Άρατο είναι ο ιστορικός Πολύβιος του 2ου αιώνα π.Χ. -ο οποίος φέρεται να άντλησε τις πληροφορίες από τα απομνημονεύματα του ίδιου του Άρατου-,και ο ιστορικός Πλούταρχος του 1ου αιώνα μ.Χ., οι οποίοι αναφέρουν πως τελικά ο Φίλιππος εξόντωσε τον Άρατο δηλητηριάζοντας τον.

                                                                   
   Ηλικία

Γεννήθηκε το 271 π.Χ. στη Σικυώνα και ο πατέρας του ήταν ο Κλεινίας, ο οποίος ήταν άρχοντας της πόλης και φρόντιζε για την ειρήνευση της μετά από τη μακρά διαδοχή τυραννίδων που είχε γνωρίσει η πόλη κατά την ιστορία της.

Απελλής

                                                            Ο Απελλής 

 Υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς Έλληνες ζωγράφους της αρχαιότητας που άκμασε κατά την πρώιμη Ελληνιστική περίοδο. Οι αρχαίες πηγές αναφέρουν πως καταγόταν από την Κω ή την Έφεσο ωστόσο θεωρείται πιθανότερο πως γεννήθηκε στην αρχαία ιωνική πόλη Κολοφώνα, βόρεια της Εφέσου. Οι περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του αντλούνται από το 35ο βιβλίο της Φυσικής Ιστορίας  του Πλίνιου του Πρεσβύτερου , σύμφωνα με τον οποίο, ο Απελλής βρέθηκε στην ακμή του κατά την περίοδο της 112ης Ολυμπιάδας . Η συνεργασία του με τον Πτολεμαίο Α' της Αιγύπτου υποδηλώνει πως υπήρξε ενεργός τουλάχιστον μέχρι το 305 π.Χ., όταν ο Πτολεμαίος ανακηρύχθηκε βασιλιάς. 

                                                               Έργο

Ο Απελλής υπήρξε αρχικά μαθητής του Εφόρου του Εφέσιου και αργότερα του Παμφίλου από τη Σικυώνα, αν και σύμφωνα με τον Πλούταρχο διέθετε ήδη σημαντική φήμη πριν φοιτήσει στη Σικυώνια σχολή. Εκεί ανέλαβε μαζί με τον Μελάνθιο μία σημαντική παραγγελία για τoν τύραννο Αρίστρατο. Εργάστηκε ως ζωγράφος στο περιβάλλον του Φιλίππου Β' και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, φιλοτεχνώντας αρκετές προσωπογραφίες τους. Όπως αναφέρει ο Πλίνιος, ο Μέγας Αλέξανδρος εκτιμούσε ιδιαίτερα τις ικανότητες του, τόσο ώστε να είναι ο μοναδικός ζωγράφος που επιτρεπόταν να φιλοτεχνεί πορτρέτα του. Παρά το γεγονός πως δε διασώζεται κανένα έργο του, αρκετές πληροφορίες για παραγγελίες που ανέλαβε στη διάρκεια της σταδιοδρομίας του και πίνακες που φιλοτέχνησε, αντλούνται από ιστορικές πηγές. Η Αναδυόμενη Αφροδίτη συγκαταλέγεται στις κορυφαίες δημιουργίες του, για την οποία πιθανώς χρησιμοποίησε ως μοντέλο την παλλακίδα του Μεγάλου Αλεξάνδρου Πανκάσπη (γνωστή και ως Καμπάσπη) ή την ερωμένη του Πραξιτέλη, Φρύνη. Το έργο μεταφέρθηκε στη Ρώμη όπου αφιερώθηκε από τον Οκταβιανό Αύγουστο στο ναό του Ιούλιου Καίσαρα, ωστόσο αργότερα καταστράφηκε, ενώ κατά την περίοδο της αυτοκρατορίας του Νέρωνα ο Δωρόθεος φιλοτέχνησε ένα αντίγραφό του. Ο Απελλής είχε ξεκινήσει να φιλοτεχνεί μία δεύτερη εκδοχή του ίδιου θέματος, ωστόσο έμεινε ημιτελής εξαιτίας του θανάτου του



λύσιππος

                                                                       Ο Λύσιππος 

 Ήταν αρχαίος Έλληνας γλύπτης από τη Σικυώνα, που φιλοτεχνούσε αποκλειστικά μπρούτζινα γλυπτά. Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος της σχολής της Σικυώνας, του μεγαλύτερου καλλιτεχνικού κέντρου μετά την Αθήνα, και κατά τις αρχαίες πηγές τοποθετείται στο ίδιο επίπεδο με τον Πραξιτέλη και τον Φειδία. Ήταν ένας από τους επίσημους καλλιτέχνες της Αυλής του Αλέξανδρου και παραγωγικότατος. Διατηρούσε πολυμελές εργαστήριο, στο οποίο ο Πλίνιος αναφέρει ότι είχε κατασκευάσει 1500 έργα, και 600 από αυτά ήταν έργα του ιδίου. 

                                                                        Έργο

 Καθώς δε διασώζεται κανένα γλυπτό του, αλλά και λόγω των αμφισβητούμενων χρονολογήσεων αντιγράφων των έργων του, καθίσταται δύσκολος ο εντοπισμός της καλλιτεχνικής παραγωγής του στο χρόνο. Ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος τοποθετεί την ακμή του κατά την περίοδο της 113ης Ολυμπιάδας, ενώ άλλες πηγές υποδεικνύουν πως είχε πολυετή σταδιοδρομία στη διάρκεια του 4ου αιώνα ΠΚΕ. Κατά τον Παυσανία, ένα άγαλμα του Τρωίλου στην Ολυμπία αποδίδεται στον Λύσιππο, και αποτελεί φόρο τιμής για τις νίκες του Τρωίλου σε ιππικούς αγώνες του 372 ΠΚΕ. Αυτό αναφέρεται συχνά ως το παλαιότερο έργο του, αν και η επιγραφή που έφερε ενδεχομένως να είναι νεότερη. Σύμφωνα με άλλη επιγραφή που βρέθηκε στους Δελφούς και μαρτυρά τον Λύσιππο ως γλύπτη ενός αγάλματος του Πελοπίδα, φαίνεται πως ήταν ήδη ενεργός γλύπτης από τη δεκαετία του 360 ΠΚΕ. Περίπου από το 340 ήταν ένας από τους καλλιτέχνες της Αυλής του Αλεξάνδρου, γεγονός που υποδεικνύει πως εκείνη την περίοδο η φήμη του είχε ήδη εξαπλωθεί. Τα περισσότερα αγάλματα που φιλοτέχνησε, αν όχι όλα, ήταν μπρούτζινα. Ως επικεφαλής ενός μεγάλου εργαστηρίου, είχε αρκετούς μαθητές που μιμήθηκαν εξαιρετικά πιστά το ύφος του, τόσο ώστε τα έργα τους να μην διακρίνονται από αυτά του δασκάλου τους. Σήμερα, αρκετά ρωμαϊκά γλυπτά αναγνωρίζονται ως αντίγραφα έργων του, αν και λίγα από αυτά με βεβαιότητα και κυρίως με βάση αρχαίες περιγραφές γλυπτών του. Αν και υπάρχει πληθώρα ελληνικών και ρωμαϊκών πηγών με αναφορές στον Λύσιππο, στην πλειοψηφία τους δεν είναι αρκετά συγκεκριμένες προκειμένου να αναγνωριστούν τα στοιχεία της τεχνοτροπίας του. Κατά τον Πλίνιο, διακρίθηκε για την ανάγλυφη απόδοση των μαλλιών, ενώ βασικό χαρακτηριστικό της τέχνης του ήταν συνολικά η λεπτότητα των έργων, ακόμα και στη μικρότερη λεπτομέρειά τους. Ο Λύσιππος ειδικευόταν περισσότερο σε αγάλματα αθλητών, θεοτήτων και ηρώων, καθώς και σε προσωπογραφίες, όπως αυτές του Αλεξάνδρου ή ανθρώπων του περιβάλλοντός του. 
 
Για περισσότερες πληροφορίες το βιντεακι με link
 https://www.youtube.com/watch?v=lSAFdztAQ5Q 


Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

Κλεισθένης ο Σικυώνιος

  Ο  Κλεισθένης στα τέλη του 7ου  αιώνα π.Χ. ήταν ο τύραννος της  Σικυώνας

Ο Τύραννος   είναι ο κυβερνήτης του  πολιτεύματος  της  Τυραννίας .  Ετυμολογικά στα τέτοια μας η λέξη είναι πιθανότατα Λυδικής προέλευσης  . Το πολίτευμα αυτό ίσχυε στην  Πόλη-κράτος  τον  8ο αιώνα . Οι τύραννοι ανέβαιναν στην εξουσία με τη βοήθεια των οπαδών τους χωρίς αυτό να είναι σύμφωνο με τη  βούληση της πλειοψηφίας .

 Η πηγή για τη ζωή του είναι ο ιστορικός του 5ου αιώνα π.Χ. Ηρόδοτος , ο οποίος αναφέρει πως ο Κλεισθένης διέπονταν από έντονα αντι- δωρικά  αισθήματα,   αφότου πολέμησε κατά τον  πρώτο Ιερό Πόλεμο  εναντίον της πόλης της  Κίρρας  η οποία είχε καταστρέψει τη Σικυώνα το 595. Έτσι μετά από την επιτυχή διεξαγωγή του πολέμου εναντίον των  Αργείων , εξόρισε όλους τους ραψωδούς του  Ομήρου  γιατί επευφημούσαν τους κατοίκους του  Άργους

Η κύρια καινοτομία της ηγεμονίας του, ήταν η αναμόρφωση του φυλετικού συστήματος στην πόλη της Σικυώνας. Έδωσε νέα ονόματα σε όλες τις φυλές, ενώ έθεσε τη δική του, μη δωρική φυλή, ως ηγέτιδα των άλλων, και ονόμασε τις άλλες δωρικές φυλές δίνοντας τους ονομασίες ζώων. Οι πληροφορίες αυτές προέρχονται από τον Ηρόδοτο, ο οποίος ωστόσο δεν αναφέρει ακριβώς ποια ήταν η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη, βάσει της οποίας στάθηκε δυνατό το σύστημα που εισήγαγε να επιτύχει και να παραμείνει σταθερό για πολύ καιρό μετά από τον θάνατό του. 


Υπήρξε ο παππούς του Αθηναίου  Κλεισθένη , του πολιτικού που το 507 π.Χ. θεμελίωσε το πολίτευμα της  δημοκρατίας  στην πόλη των  Αθηνών , και πρόγονος του  Περικλή  ο οποίος ανέδειξε την  Αθήνα  σε υπερδύναμη.


Ο Ηρόδοτος ξεκινά την αφήγηση του με τους  Αλκμαιονίδες  λέγοντας πως ύστερα από τον  Αλκμέοντα , σημαντικός εκπρόσωπος της οικογενείας υπήρξε ο Κλεισθένης ο Σικυώνιος, μεταμορφώνοντας την πόλη της Σικυώνας σε υπολογική δύναμη.




Κάναχος ο Σικυώνιος

 Ο Κάναχος     Ήταν γλύπτης με καταγωγή από την Σικυώνα. Γνωστό έργο του αποτελεί ο ορειχάλκινος ανδριάντας του ολυμπιονίκη Βυκέλου του Σικυ...